“Όταν είσαι καλλιτέχνης δεν είσαι ποτέ ικανοποιημένος. (…) Πάντα θα νιώθεις λίγο μπροστά στο όραμα ή στη φιλοδοξία σου. Οπότε δεν μπορώ ούτε να φανταστώ ότι θα κλείσω τα μάτια μου έχοντας νιώσει δικαιωμένος και χαρούμενος με όσα κατάφερα. Ποτέ. Κανένα happy end ούτε εκεί.”
Όπως γίνεται αντιληπτό και από τα λόγια του ίδιου, ο τίτλος της τελευταίας ταινίας του Μίκαελ Χάνεκε είναι απολύτως ειρωνικός. Και πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αναλογιζόμενοι το κινηματογραφικό σύμπαν που έχει δημιουργήσει ο Αυστριακός σκηνοθέτης;
Με το Happy End, ο Χάνεκε, αφηγείται, εκ πρώτης όψης, ένα σύνολο φαινομενικά ασύνδετων επεισοδίων που λαμβάνουν χώρα στις ζωές των μελών της μεγαλοαστικής οικογένειας των Λοράν, κατά το χρονικό διάστημα που αναγκάζονται και οι τρεις γενιές της να συζήσουν στο ίδιο σπίτι-έπαυλη. Ο παππούς, Ζορζ, πρώην αφεντικό κατασκευαστικής εταιρείας που έχει παραχωρήσει τα κλειδιά της διεύθυνσης στην διαποτισμένη με μανατζερική ψυχοσύνθεση κόρη του Άνα (πρότυπο μάνατζερ της εποχής της παγκοσμιοποίησης), βρίσκεται στα πρόθυρα της άνοιας και προσπαθεί να βάλει τέλος στη ζωή του. Η τελευταία, πέρα από το να διευθύνει την εταιρία, έχει να διαχειριστεί τον συναισθηματικά ανώριμο τριαντάχρονο γιο της, Πιερ, ο οποίος προορίζεται για το ρόλο του επόμενου αφεντικού χωρίς, ωστόσο, να το επιθυμεί. Σε αυτούς έρχεται να προστεθεί ο αδελφός της, ο Τόμας, μαζί με την σύζυγό του και την κόρη του από τον προηγούμενο γάμο, την Ηβ, τη φροντίδα της οποίας ανέλαβε προσφάτως ο ίδιος εξαιτίας μιας μυστηριώδους δηλητηρίασης που έπαθε η μητέρα της.
Αφού είναι όμως ένα φιλμ με γεγονότα που μοιάζουν ασυνάρτητα, τότε γιατί αξίζει να ασχοληθούμε με το Happy End;
Ο πιο προσεκτικός θεατής αντιλαμβάνεται ότι ένα υπόρρητο νήμα διέπει αυτά τα φαινομενικά ασύνδετα επεισόδια όπως και τις αντίστοιχες αντιδράσεις που προκαλούν στις συμπεριφορές των μελών της οικογένειας. Το νήμα αυτό αποτελεί το θέμα της και είναι ο λόγος που την κάνει ιδιαίτερα σημαντική για εμάς σήμερα.
Ο Αυστριακός σκηνοθέτης επιδίωξε μέσα από το Happy End να κάνει μία κυνική ακτινογραφία της σύγχρονης κυρίαρχης κουλτούρας της εποχής της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ρίχνοντας τα γεμάτα ειρωνεία βέλη του στην υποκρισία της κυρίαρχης ηθικής όπως αυτή έχει διαμορφωθεί από τους συστημικούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης κλπ. Δηλαδή την ηθική που διαμορφώνεται από την ιδεολογία των ατομικών δικαιωμάτων, τον άκρατο ατομισμό και τη ρηχότητα των σχέσεων που, ωστόσο, συγκαλύπτονται από μία διάχυτη πολιτική ορθότητα. Η ιδεολογία αυτή έχει αναπόφευκτο αποτέλεσμα να διαιρεί τα θύματα της παγκοσμιοποίησης (τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού) με βάση το φύλο, τη φυλή, τη θρησκεία ή ακόμη και τις σεξουαλικές προτιμήσεις ώστε να «αγωνίζονται» για ανώδυνα αιτήματα και όχι ενάντια στο ίδιο το σύστημα, όπως συνέβαινε με την εργατική τάξη όταν ήταν το κύριο θύμα του καπιταλισμού στην εποχή πριν την παγκοσμιοποίηση. Αν και ο Χάνεκε έχει καταπιαστεί στο παρελθόν με παρόμοια θέματα (βλ. Funny Games), αυτή τη φορά πάει ένα βήμα παραπέρα, επικεντρώνοντας στις ιδεολογικές και πολιτιστικές επιπτώσεις της Νέα Διεθνούς Τάξης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της μορφής που έχει πάρει το κοινωνικό σύστημα σήμερα.
Ο κάθε ένας από τους χαρακτήρες αποτυπώνει τη σκληρή κριτική του πάνω σε κάθε γενιά. Από τον φαινομενικά μόνο, όπως δείχνει το φιλμ, αγαθό και τίμιο Τόμας, μέχρι την Άνα, η οποία είναι το κατ’ εξοχήν παράδειγμα πολιτικής ορθότητας της σημερινής παγκοσμιοποιητικής κουλτούρας.Έτσι, μολονότι τόσο αυτή όσο και οι μεγαλοαστοί προσκεκλημένοι της (οι θύτες στη παγκοσμιοποίησης) σοκάρονται από την εμφάνιση μιας παρέας απρόσκλητων μαύρων μεταναστών στη γενέθλια δεξίωση του πατέρα της, την ίδια στιγμή η υποκρισία της παγκοσμιοποιητικής κουλτούρας για τους μετανάστες («όλοι είμαστε αδέλφια» κλπ. όπως κάνει πλύση εγκεφάλου καθημερινά η ΕΡΤ!) την ωθεί να τους στρώσει λευκά τραπεζομάντηλα ώστε να γευματίσουν και αυτοί. Θύτες και θύματα της παγκοσμιοποίησης μαζί! Και αυτό όταν στην αρχή της ταινίας βλέπουμε ότι η ίδια έχει καθοριστικό μερίδιο ευθύνης για τον θάνατο ενός εργάτη-μετανάστη στο εργοτάξιο της εταιρίας της.
Αναπόφευκτα, η προσδοκία ότι ο πλήρης ατομικός και κοινωνικός εκφυλισμός της γενιάς των σημερινών αφεντικών θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί με ένα ίχνος ελπίδας που φέρνει η νέα γενια, εκπροσωπούμενη από τον Πιερ και την Ηβ, πέφτει στο κενό. Η ανατομία που επιδιώκει ο Χάνεκε στην κατάσταση της νεολαίας είναι αφοπλιστική, καυτηριάζοντας τόσο την δήθεν επαναστατικότητα της ιδεολογίας των δικαιωμάτων όσο και τον εθισμό στα σόσιαλ μίντια. Ο Πιερ, ένα προσεχές αφεντικό μιας μεγάλης επιχείρησης βρίσκεται αντιμέτωπος με το υπαρξιακό του κενό, την απέχθεια προς τη δουλειά του και το μίσος για τον κοινωνικό του ρόλο. Και πώς αντιδράει σε αυτό; Από τη μία τον βλέπουμε να εκτονώνεται σε ένα μπαρ μέχρι να καταρρεύσει και, από την άλλη, δήθεν να επαναστατεί φέρνοντας την παρέα των μαύρων μεταναστών στη δεξίωση για να προσβάλει τον καθωσπρεπισμό των ομοίων του, όντας ωστόσο ο άμεσα υπεύθυνος για το εργατικό ατύχημα που κόστισε τη ζωή στον εργάτη-μετανάστη. Έτσι, όταν πάει να ζητήσει εκ των υστέρων συγγνώμη από τους μετανάστες οι ίδιοι τον ξυλοκοπούν, φανερώνοντας ότι ο Πιερ αποτελεί τον αφελή της άρχουσας τάξης που έχει πιστέψει και ο ίδιος την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, σε αντίθεση με τα ηγετικά μέλη της οικογένειάς του (τους πραγματικούς θύτες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης) που απλά την χρησιμοποιούν σαν προπέτασμα καπνού για να δικαιολογούν τα φτηνά εργατικά χέρια που είναι απαραίτητα στην παραγωγή.
Με αντίστοιχο αριστοτεχνικό τρόπο έπλασε ο Χάνεκε τη μικρή Ηβ. Η τελευταία σκηνή αδιαμφισβήτητα καταδεικνύει το αποκορύφωμα της σημερινής αποκτήνωσης και της κυνικότητας που κυριαρχεί. Στην όψη του παππού της που οδεύει αυτόχειρα προς το θάνατο, αυτή επιλέγει απλά να κοιτάει με απάθεια. Παρατηρεί ένα θέαμα, μία εικόνα σαν μία από τις δεκάδες με τις οποίες διασταυρώνεται το βλέμμα μας στο πέρασμα μιας μέρας, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το περιεχόμενο. Και έρχεται να το επικυρώσει αυτό απαθανατίζοντας τη στιγμή με το κινητό της (για χάρη του instagram), ακριβώς όπως θα έκανε ο καθένας μας πια σήμερα, μετατρέποντας τον εαυτό της σε θεατή και το γεγονός που λαμβάνει χώρα μπροστά στα μάτια της σε μία κινούμενη εικόνα αποθηκευμένη στη μνήμη ενός κινητού. Ούτε μπροστά στην διαφαινόμενη αυτοκτονία του παππού της δεν συμμετείχε με τις αισθήσεις της, δηλαδή να την κοιτάξει με τα ίδια της τα μάτια.
Ένα βασικό, επομένως, ερώτημα που έμμεσα θέτει ο Χάνεκε είναι εάν η νέα γενιά είναι χαμένη μέσα στην κουλτούρα και την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι άλλωστε απορίας άξιο ότι ενώ η νέα γενιά και ιδιαίτερα οι φοιτητές ήταν παλιά πρωτοπόροι στους αγώνες των καταπιεζομένων από το εκάστοτε σύστημα, σήμερα είναι οι ουραγοί, απέχοντας από τα κινήματα για κυριαρχία ή και στρεφόμενοι (μέσω συστημικών κινημάτων – αντίφα κλπ – που χρηματοδοτούν οι διάφοροι Σόρος της εποχής μας) ενάντια στα κινήματα αυτά (π.χ. ενάντια στο Brexit και υπέρ της ΕΕ, η οποία οδηγεί στη δημιουργία προτεκτοράτων της Υπερεθνικής Ελίτ σαν το Ελληνικό, στη θέση των παλιών εθνών-κρατών!). Αντίθετα η νέα γενιά διακρίνεται σήμερα σε «αγώνες» για τα δικαιώματα των γκέι, των τρανς κλπ ή το πολύ κατά της «τρομοκρατίας» όπως βέβαια την ορίζει η ΝΔΤ, δηλ. κατά των Ισλαμιστών που εξεγείρονται για τη σφαγή των λαών στη Μέση Ανατολή (Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη, Συρία κλπ.).
Ο Χάνεκε με το Happy End έρχεται να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Σε περίοδο επέλασης της βαρβαρότητας της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είτε με στρατιωτικούς είτε με οικονομικούς πολέμους, ο Αυστριακός σκηνοθέτης κάνει το καθήκον του φανερώνοντας την κουλτούρα που παράγει και, βέβαια, δικαιολογεί τη Νέα Διεθνή Τάξη. Τοποθετεί έναν καθρέφτη μπροστά στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης, αποκαλύπτοντας την αποκρουστική πραγματικότητα πίσω από το σαθρό προσωπείο της πολιτικής ορθότητας και της υποκρισίας της ιδεολογίας των δικαιωμάτων. Τα παρακάτων λόγια του μεγάλου Ισπανού δημιουργού του 20ου αιώνα Λουίς Μπουνιουέλ ταιριάζουν απόλυτα στον Μίκαελ Χάνεκε:
Ας δανειστώ μερικά λόγια από τον Emers. Όρισε το λειτούργημα του μυθιστοριογράφου (κι εδώ διαβάστε κινηματογραφιστή) με τον εξής τρόπο: «Ο μυθιστοριογράφος εκπληρώνει έντιμα το έργο του όταν, μέσω της πιστής απόδοσης των αυθεντικών κοινωνικών σχέσεων, έχει καταστρέψει τη συμβατική άποψη για τη φύση των σχέσεων αυτών, κάνοντας θρύψαλα την αισιοδοξία του αστικού κόσμου, και έχει ωθήσει τον αναγνώστη να αμφισβητήσει τη μονιμότητα του status quo, ακόμη κι αν δεν έχει άμεσα υποδείξει μια λύση, ακόμη κι αν φαινομενικά δεν παίρνει το μέρος καμίας πλευράς.»