Σχόλιο Αντιπαγκοσμιοποίηση: Η Ευρωπαϊκή Ένωση ως ο βασικός θεσμός της παγκοσμιοποίησης αμφισβητείται από όλο και περισσότερες μεριές: Μετά την ιστορική απαρχή του Brexit, ακολουθούν διαδοχικά οι περισσότεροι ευρωπαϊκοί λαοί μέσω άτυπων κινημάτων για την εθνική και οικονομική τους κυριαρχία. Αρχικά η Ιταλία, υπό την ηγεσία της Λέγκας του Σαλβίνι, η Γαλλία μέσω του Εθνικού Μετώπου και έμμεσα της εξέγερσης των Κίτρινων Γιλέκων, η Ουγγαρία και η Πολωνία μέσω των εθνικοκυριαρχικών κυβερνήσεών τους και σήμερα προστίθενται η Βουλγαρία, η Ρουμανία αλλά και η Νορβηγία. Η τελευταία, παρότι μη τυπικό μέλος της ΕΕ, από το 1994 έχει κάνει συμφωνία σύνδεσης μαζί της, ενώ την ίδια χρονιά ο Νορβηγικός λαός απέρριψε με δημοψήφισμα την ένταξή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 26 χρόνια μετά, οι Νορβηγοί συμπεραίνουν ότι η σύνδεσή τους με τις “ανοιχτές αγορές” της ΕΕ δεν τους συμφέρει, ενώ χάνουν σημαντικά τον έλεγχο της πολιτικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας τους. Αυτό αποτυπώνεται στη σημαντική άνοδο του νορβηγικού ευρωσκεπτικιστικού κόμματος, που το φέρνει σήμερα εκλογικά στην πρώτη θέση και ταυτόχρονα θέτει άμεσα το ζήτημα διαμόρφωσης μιας Νορβηγικής ανεξάρτητης εθνικής στρατηγικής, κόντρα στην ΕΕ, ανάλογης με αυτην των Βρετανών, των Ούγγρων και των Πολωνών. Παρουσιάζουμε εδώ το αποκαλυπτικό άρθρο του Damian Wilson για την πολιτική κατάσταση σήμερα στη Νορβηγία.
To αντι-ΕΕ αίσθημα κλιμακώνεται στη Νορβηγία, και μετά από μια δύσκολη περίοδο με το Brexit, την Ουγγαρία και την Πολωνία, μήπως βρίσκονται οι Βρυξέλλες στο χείλος του γκρεμού;
Damian Wilson, RT, (14.12.2020)
Εξαναγκασμένοι από την Ουγγαρία και την Πολωνία σε μία ντροπιαστική αλλαγή στάσης και ενδίδοντας στις διαπραγματεύσεις επί του Brexit, οι επικεφαλής της ΕΕ αντιμετωπίζουν τώρα πολιτική αναταραχή όσον αφορά τη συμφωνία με τη συνήθως υπάκουη Νορβηγία, η οποία (φαίνεται ότι) συνειδητοποίησε το πραγματικό κόστος της πρόσβασης στην Ενιαία αγορά.
Σε μία κακή εβδομάδα για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία όχι μόνο αντιμετώπισε δυσκολίες σε σχέση με τις βασανιστικές διαπραγματεύσεις του Brexit αλλά επιπλέον ταπεινώθηκε, αναγκαζόμενη να μειώσει τη χρηματοδότηση σύμφωνα με τις προτάσεις περί κράτους δικαίου της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, τώρα καλείται να διαχειριστεί έναν ακόμα μπελά από μία πλευρά που σίγουρα δεν περίμενε – τη Νορβηγία.
Αν και δεν είναι μέλος της ΕΕ, η Νορβηγία έχει τη δυνατότητα να φέρει σε δύσκολη θέση τις Βρυξέλλες, εξαιτίας της συμφωνίας του 1994, με την οποία απέκτησε πρόσβαση στην Ενιαία αγορά. Το θέμα είναι ότι η συμφωνία αυτή θα πρέπει να τεθεί ξανά σε διαπραγμάτευση το 2022, με αποτέλεσμα ο θόρυβος που δημιουργείται τώρα να προκαλεί επιπλέον προβληματισμούς στις κεντρικές δυνάμεις του μπλοκ.
Το Όσλο πληρώνει γύρω στα 890 εκατ. Ευρώ το χρόνο στις Βρυξέλλες ώστε να είναι μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΕΑ), ο οποίος περιλαμβάνει και χώρες που δεν είναι μέλη της ΕΕ, όπως η Ισλανδία και το Λίχτενσταϊν. Τα χρήματα αυτά κατευθύνονται προς τα εκεί που επιλέγουν οι Βρυξέλλες, όπως για παράδειγμα σε διάφορα προγράμματα και υπηρεσίες ή σε επιχορηγήσεις προς τα φτωχότερα έθνη, με τη Νορβηγία να μην έχει κανένα λόγο επ’ αυτού. Κάτι που ήταν βέβαια επιλογή της.
Παρόλα αυτά τo 1994 η Νορβηγία ψήφισε ενάντια στην ένταξή της στην ΕΕ, καθώς η πλειοψηφία του λαού αποφάσισε ότι δεν ήθελε να κυβερνάται από νόμους που δημιουργούνται αλλού. Της ψήφου αυτής ηγήθηκε το αντι-ΕΕ Senterpartiet (Κόμμα του Κέντρου), το οποίο πρόσφατα επανεμφανίστηκε ως πολιτική δύναμη. Μάλιστα μια δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στις αρχές του μήνα έδειξε ότι πήρε το προβάδισμα τόσο έναντι του κυβερνώντος συντηρητικού Høyre, όσο και έναντι του παραδοσιακά εργατικού Arbeiderpartiet, φτάνοντας στο 22.1%, δηλαδή σχεδόν δύο μονάδες παραπάνω από τους δύο αντιπάλους του.
Η εξέλιξη αυτή σίγουρα έγινε αντιληπτή. Παρά τις κατηγορίες από την Πρωθυπουργό Erna Solberg ότι το Senterpartiet είναι απερίσκεπτο όσον αφορά την αντι-ΕΕ ρητορική του, ήταν η ίδια η κυβέρνηση αυτή που ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι εφόσον οι διαπραγματεύσεις του Brexit αποτύχουν να φτάσουν σε συμφωνία, τα καράβια που ανήκουν στην ΕΕ και στη Μεγάλη Βρετανία θα απαγορεύονταν να ψαρεύουν σε νορβηγικά ύδατα.
Η Νορβηγία ήλπιζε να υπογράψει μία τριπλή συμφωνία για την αλιεία με την Μεγάλη Βρετανία και την ΕΕ. Ωστόσο η παράταση των διαπραγματεύσεων του Brexit έχει διακινδυνεύσει το ενδεχόμενο αυτό, με συνέπεια τώρα το Όσλο να πάρει την απόφαση ότι κανένα από τα δύο μέρη δεν θα έχει πρόσβαση στις θάλασσές του. Από τη μεριά της Βρετανίας το ζήτημα δεν είναι παίξε-γέλασε, δεδομένου ότι το ακαθάριστο εισόδημα που αντλεί από τα νορβηγικά ύδατα ξεπερνάνε τις 32 εκατομ. λίρες το χρόνο.
Με την ταπείνωση από την Ουγγαρία και την Πολωνία να είναι αρκετά πρόσφατη, οι Βρυξέλλες, παρ’ ότι έχουν αιφνιδιαστεί, καλούνται να επιλύσουν το Brexit, το οποίο εξακολουθεί να αποσπά τη προσοχή τους από τα άλλα πιεστικά ζητήματα.
Τώρα η ΕΕ χρειάζεται να επικεντρωθεί και στη συνήθως πειθήνια Νορβηγία, αφού στο Όσλο ο Ευρωσκεπτικισμός που σιγόβραζε από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 μοιάζει να επαναπυροδοτήθηκε. Ήταν τη στιγμή εκείνη (1994) που μόλις είχε σβήσει το μελάνι της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, όταν ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για τη συμμετοχή στην ΕΕ: «ευχαριστούμε, αλλά όχι», φέρεται να είπε ο νορβηγικός λαός.
Παρόλα αυτά, οι Νορβηγοί ήταν αποφασισμένοι να μην χάσουν το Ιερό Δισκοπότηρο της Ενιαίας αγοράς. Για να το κατορθώσουν έθεσαν σε κίνδυνο τις ίδιες τις αρχές που προσπαθούσαν να προστατέψουν, δηλαδή τον αυτό-καθορισμό, την κυριαρχία και τη δημοκρατία.
Πάνω από 20 χρόνια μετά από αυτή τη μοιραία απόφαση, ο ακαδημαϊκός του Πανεπιστημίου του Όσλο Erik O Eriksen είπε αναφορικά με τις επιπτώσεις της απόφασης αυτής ότι «κάθε κυβέρνηση έκτοτε έφερνε τη Νορβηγία όλο και πιο κοντά στην ΕΕ, με ένα πλήθος παράλληλων συμφωνιών να έχουν υπογραφτεί που αφορούσαν τον έλεγχο των συνόρων (Σένγκεν), το άσυλο και την αστυνομική συνεργασία. Η Νορβηγία μάλιστα έφτασε να θέτει τα στρατεύματά της στην υπηρεσία της ΕΕ. Ακόμα σχεδόν ¾ της νομοθεσίας που ισχύει για τα κράτη-μέλη ισχύει και για τη Νορβηγία».
Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει [ότι η Νορβηγία] θα ωθούνταν σε τέτοια κλίμακα στην τροχιά της ΕΕ και, τώρα, έχοντας οι ίδιοι οι Νορβηγοί, εκ των υστέρων βέβαια, διαπιστώσει τι έχει συμβεί, φαίνεται να το έχουν μετανιώσει.
Στις παρούσες συνθήκες, το γεγονός ότι κυρίαρχα έθνη-κράτη εξαναγκάζονται να εκχωρήσουν τον πολιτικό έλεγχο στις Βρυξέλλες σίγουρα δεν αποτελεί μία καλή εξέλιξη.
Στην περίπτωση της Βρετανίας, η αλιεία εμφανίζεται ως το διαπραγματευτικό της χαρτί στη διαμάχη της με την ΕΕ, σύμφωνα με τις δηλώσεις της επικεφαλής επιχειρηματικής ανάπτυξης Hilary Fordwich στην εκπομπή Boom Bust του RT.
Μεταξύ των πολιτικών ηγετών του Όσλο, η συζήτηση τώρα στρέφεται προς «τη συμφωνία» που βρίσκεται επί του παρόντος σε ισχύ. Γίνεται αρκετή κουβέντα για μία «κακή συμφωνία» με «εμπορικούς όρους τύπου Καναδά» και την περίπτωση να κοπούν τα υπέρογκα ποσά που πληρώνει η Νορβηγία στην ΕΕ.
Η συμφωνία με τις Βρυξέλλες θα γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης το 2022, στο μεταξύ όμως θα έχουν λάβει χώρα οι νορβηγικές γενικές εκλογές, με το επίμαχο ζήτημα να είναι προφανές.
Παίρνοντας θάρρος από την επιτυχημένη τακτική του σκληρού παιχνιδιού που έπαιξε η Βουδαπέστη, η Βαρσοβία και (σε μικρότερο βαθμό) το Λονδίνο ενάντια στις Βρυξέλλες, αναγκάζοντάς τους έτσι να δουν τα πράγματα με άλλο μάτι, οι Νορβηγοί Ευρωσκεπτικιστές παρακολουθούν πολύ στενά τους διάφορους καυγάδες και σχηματίζουν τη δική τους στρατηγική.
Αυτό σημαίνει περισσότερους πονοκεφάλους για τους δεινοπαθούντες αξιωματούχους των Βρυξελλών καθόσον θα συνεχίζεται η επιχείρηση πυρόσβεσης. Τώρα είναι η σειρά της Νορβηγίας. Και θα πρέπει να αναρωτιούνται ποιος είναι ο επόμενος…